- στραφταλίζω
- Ναστράφτω, λαμποκοπώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < στράφτω, κατά τα ρ. σε -αλ-ίζω (πρβλ. καψ-αλ-ίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσακμακίζω — Ν [τσακμάκι] 1. ανάβω με τσακμάκι 2. σπιθίζω, αστράφτω, στραφταλίζω … Dictionary of Greek